-
1 ἀντ-ηρίς
ἀντ-ηρίς, ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίϑινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, ϑυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.
См. также в других словарях:
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
νυκτερείσιος — νυκτερείσιος, ον (Α) (κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη] … Dictionary of Greek